- καθυπισχνοῦμαι
- καθυπισχνέομαιpres ind mp 1st sg (attic epic doric)καθυπισχνέομαιpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθυπισχνούμαι — καθυπισχνοῡμαι, έομαι (AM) (επιτατ. τού υπισχνούμαι) 1. υπόσχομαι («τοὺς δικαστὰς τοῑς ἀνοήτοις καθυπισχνούμενος», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «καθυπισχνεῑτο ὡμολογεῑτο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ισχνοῡμαι «υπόσχομαι»] … Dictionary of Greek
καθυπόσχεσις — καθυπόσχεσις, ἡ (Μ) (επιτατ. τού υπόσχεσις) διαβεβαίωση, υπόσχεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθυπισχνούμαι ή καθυπόσχομαι] … Dictionary of Greek